επαριστερότητα

επαριστερότητα
η (Α ἐπαριστερότης) [επαρίστερος]
1. αριστεροχειρία
2. αδεξιότητα, ανεπιτηδειότητα, ανικανότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”